- επανασωστικός
- -ή, -όν ἐπανασωστικός, -ή, -όν (Μ)αυτός που ξανασώζει, ο σωτήριος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπανασωστικά — ἐπανασωστικός bringing safely home neut nom/voc/acc pl ἐπανασωστικά̱ , ἐπανασωστικός bringing safely home fem nom/voc/acc dual ἐπανασωστικά̱ , ἐπανασωστικός bringing safely home fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπανασωστικῇ — ἐπανασωστικός bringing safely home fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)